- αποτελειωτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που αποτελειώνει, που φέρνει πλήρη καταστροφή ή τελειωτικό θάνατο: Αν γίνει νέος πόλεμος, αυτός θα 'ναι ο αποτελειωτικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.